- φόβος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν ιδρύσει βωμό προς τιμήν του Φ., που τον θεωρούσαν βλαβερή θεότητα, αλλά και ένα από τα θεμέλια της πολιτείας. Ο Θησέας, πριν από τη σύγκρουσή του με τις Αμαζόνες, θυσίασε στον θεό Φ., και το ίδιο έκαναν πριν από σοβαρές μάχες ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Σκιπίων.II(Αστρον.). Ο μεγαλύτερος από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη και ο πιο κοντινός του. Eπισημάνθηκε 1877. Το αστρικό μέγεθός του είναι 12, η διάμετρος 16 χλμ. και η μεγαλύτερη αποχή από τον πλανήτη 25’’. Περιφέρεται γύρω από τον Άρη σε 7 ώρες και 39 λεπτά.* * *ο, ΝΜΑ1. συναίσθημα που προκαλεί ένας επαπειλούμενος κίνδυνος, πραγματικός ή και φανταστικός, και το οποίο τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας τής ανθρώπινης δράσης, δέος, τρόμος (α. «τόσος ήταν ο φόβος του, ώστε έχασε τη φωνή του» β. «φόβῳ δ' ἄφθογγος ἐστάθην», Αισχύλ.)2. ως κύριο όν. Φόβοςμυθ. θεότητα ή δαιμονική μορφή που προσωποποιούσε το παραπάνω συναίσθημα και που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος τού θεού Αρη και τής θεάς Αφροδίτηςνεοελλ.1. (ψυχολ.) α) συναίσθημα αγωνίας που αισθάνεται το υποκείμενο στην παρουσία ή την σκέψη ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνουβ) ανησυχία, δειλία, δέος μπροστά σε έναν οποιονδήποτε κίνδυνο, που ωθεί το άτομο σε φυγήγ) ανησυχία ότι δημιουργείται κάτι που θεωρείται ως επικίνδυνο ή πολύ δυσάρεστο2. (νομ.) έντονο πιεστικό συναίσθημα προκαλούμενο εξαιτίας απειλούμενου κινδύνου, με διάφορες συναρτήσεις στη σφαίρα τού αστικού και ποινικού δικαίου3. μία από τις βασικές έννοιες τού υπαρξισμού4. ως κύριο όν. αστρον. ο εσωτερικός από τους δύο δορυφόρους τού πλανήτη Άρη5. φρ. α) «δεν έχει φόβο» — είναι ασφαλής, δεν διατρέχει κίνδυνοβ) «για τον φόβο τών Ιουδαίων»μτφ. επειδή φοβάται την τιμωρίαγ) «φόβος εξαρτημένος(ψυχολ.) φόβος ο οποίος, μέσω μιας διαδικασίας εξάρτησης, συνδέεται με ένα ερέθισμα περιβαλλοντικό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες είναι ουδέτερο, και στο εξής προκαλείται από το ερέθισμα αυτό3. παροιμ. «ο φόβος φυλάει τ' αμπέλια [ή τα έρμα]» — δηλώνει ότι ο φόβος τής τιμωρίας ή τών συνεπειών τού νόμου προστατεύει τις ιδιοκτησίες, ιδίως τις αφύλακτεςαρχ.1. (κυρίως στον Όμ.) φυγή («ἀτάρ Δαναῶν γένετο ἱαχή τε φόβος τε», Ομ. Ιλ.)2. ο πανικός που καταλαμβάνει ηττημένο στράτευμα και τό τρέπει σε άτακτη φυγή3. δισταγμός, αμφιβολία4. σεβασμός προς τις αρχές ή τα θεϊκά πράγματα5. φόβητρο6. (η δοτ. ως επίρρ.) φόβῳλόγω φόβου7. στον πληθ. οἱ φόβοιφόβητρα8. φρ. α) «φόβος περί τίνος» και «φόβος ὑπέρ τινος» — φόβος για κάτι (Θουκ.)β) «διὰ φόβον» και «ἐκ φόβου» — από φόβο, λόγω φόβουγ) «φόβος ἐστί [τινι]» — αντιμετωπίζει κάποιος με φόβο την περίπτωση να γίνει κάτι (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβ-, ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. φέβομαι* + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.